(Αγάπη ή Φαντάσματα ενός μη τόπου)
«…13 ηθοποιοί και χορευτές παρουσιάζουν θραυσµατικά υλικά της αγάπης µέσα από σειρά µονολόγων και απλά, ανεπιτήδευτα και δίχως να καµώνονται µιλούν για το ζωογόνο συναίσθηµα, απαραίτητο για την επιβίωση όπως και το νερό, το οποίο όµως δύσκολα µπαίνει σε ένα αυλάκι. Για την παρουσία και την απουσία της αλλά για την αµφίθυµη κατάσταση στο ενδιάµεσο, για τον πόνο και τη δύναµή της, απόλυτα εκτεθειµένοι καθώς αναφέρονται στον σύντροφο, στον γονιό, σε µια ανώτερη δύναµη ή στα µπράτσα µιας πολυθρόνας που µπορούν να προσφέρουν παρηγοριά σε έναν µοναχικό άνθρωπο. Πλαισιωµένοι από έργα τέχνης καλλιτεχνών όπως οι Μανώλης ∆ασκαλάκης-Λεµός, Κυριακή Μαυρογεώργη Αννα Λάσκαρη σε ένα σύνολο το οποίο µπορεί να είναι και αυθύπαρκτο και που τελικά συνοµιλεί µε τη θεατρική πράξη, ακριβώς όπως και το ίδιο το Μπάγκειο. Κάπως έτσι, το µουδιασµένο κοινό που τους παρακολουθεί σιγά σιγά χαλαρώνει, συγκινείται, δακρύζει και ενίοτε κλαίει µπροστά σε αυτές τις εξοµολογήσεις οι οποίες το νιώθεις έρχονται από µια πολύ βαθιά πηγή από την οποία όλοι έχουµε πιει και κυρίως έχουµε διψάσει. Είναι κείµενα συγγραφέων όπως η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, ο Μπερνάρ Μαρί Κολτέζ, η Σάρα Κέην ή ο Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης όπως και αυτοσχεδιασµοί των συµµετεχόντων αλλά βοηθάει πολύ στην πρόσληψή τους ότι αγνοείς ποιος έχει γράψει τι, και απλώς αφήνεσαι να σε συνεπάρουν οι λέξεις χωρίς να αναζητάς ή να κοντοστέκεσαι στην ετικέτα τους. Είναι και αυτές οι υπέροχες µουσικές αυτής της «σάρκινης» παράστασης devised theatre. Eνα soundtrack χαρµολύπης όπου συνυπάρχουν τραγούδια της Μόλι Ντρέικ και άριες του Χέντελ και κορυφώνεται µε ένα απόλυτα χορευτικό και ανεβαστικό τραγούδι της Γκλόρια Γκέινορ για να φέρνει κοντά όλους τους παρευρισκόµενους σε µια σύντοµη γιορτή που διαρκεί όσο να πεις «αγάπησα». Και ύστερα η παράσταση τελειώνει και βγαίνεις στο ατέλειωτο εργοτάξιο της Οµόνοιας. Καθώς την αντικρίζεις τυλιγµένη σε µια απόκοσµη αχλύ νιώθεις ότι κρύβει τα δικά της φαντάσµατα. Mετά από αυτή την υπαρξιακή εµπειρία που εµφανίστηκε εµπρός σου ως ένα «καλλιτεχνικό γεγονός» νιώθεις πιο πολύ από ποτέ ότι είσαι και εσύ ένα από αυτά. Είναι πραγµατικά πολύ σηµαντικό αυτό που έχει καταφέρει η Ελένη Καλαρά σχεδόν από το τίποτα -ή τουλάχιστον που καταφέρνει να µας κάνει να πιστεύουµε κάτι τέτοιο. Γιατί µπορεί τα υλικά της να είναι απλά αλλά είναι τεράστια η φροντίδα, ο κόπος αλλά κυρίως η αγάπη µε την οποία έχει προσεγγίσει το θέµα της. «Το τελικό αποτέλεσµα συνδιαµορφώθηκε από όλους τους συντελεστές» τονίζει η ίδια µε κάθε ευκαιρία. ∆εδοµένου ότι η παράσταση αποτελεί µια πλατφόρµα πειραµατισµού που θα εξελίσσεται µε τον χρόνο µπορούµε µόνο να ελπίζουµε ότι θα καλούµαστε να γινόµαστε περιστασιακοί µάρτυρες και κάτοικοι αυτής «της θραυσµατικής πόλης αγάπης» που µε τόση τρυφερότητα δηµιούργησαν».