Ναταλί Χατζηαντωνίου, αρχισυντάκρια πολιτιστικού, Έθνος

(Αγάπη ή Φαντάσματα ενός μη τόπου)

«Θάνατος µοιρολόι. Γάµος γιορτή. Παρόµοιες όψεις της κοινης εµπειρίας. Φθορά και αναγέννηση. Η τελετουργία που λειτουργεί ως σηµείο αφετηρίας στη διαδραστική παράσταση Αγάπη (ή Φαντάσµατα ενός Μη Τόπου) της Ελένης Καλαρα και της οµάδας Blow- Up στο Μπάγκειον, δεν σου αφήνει περιθώριο να κάνεις πίσω. Εµπλέκεσαι κατευθείαν. Μετά ανεβαίνεις σκαλιά. Πόσα γαµηµενα σκαλιά πρέπει ν ανεβείς για να βρεις αυτό που θέλεις («Είσαι η αγάπη µου;», «Μ αγαπάς;»); . Ή για να µην το βρεις ποτέ. Ή για να το βρεις και να σε διαλύσει. Ή για να το βρεις και να το διαλύσεις εσύ. Όλες οι εκδοχές, οι φάσεις και οι όψεις της «αγάπης» θίγονται σ΄αυτή την παράσταση η οποία αξιοποιεί θαυµατουργά τους δοκιµασµένους, ρηµαγµένους χώρους του παλιού ξενοδοχείου που διατηρεί όµως το αριστοκρατικό του µεγαλείο. Ο συµβολισµός είναι σαφής κι από αυτή την άποψη: εισέρχεσαι σ΄ένα µεγαλειώδη χώρο, στη διαδροµή όµως τα πατώµατα τρίζουν, µπορεί να σκοντάψεις, οι τοίχοι ξεφλουδίζουν, θα βρεθείς στο σκοτάδι για να σε βρει το φως κι αντίστροφα. Αυτό που βρίσκεις καταρχάς είναι τα έργα της έκθεσης σύγχρονης τέχνης που αποτελεί αναπόσπαστο µέρος της παράστασης. Είναι τα έργα που αποτελούν σταδιακά το σκηνικό για να ξετυλιχθεί σε διαφορετικά σηµεία του τρίτου ορόφου αυτή η ολιστική προσέγγιση, µε όλες τις αισθήσεις, της έννοιας «αγάπη». Που είναι τρυφερή ή και επικίνδυνα κοφτερή. Που είναι άγγιγµα, φιλί διστακτικό, φιλί παθιασµένο, ηχηρό, παιδικό. Που είναι φως καλοκαιρινό ή ψυχρό ή είναι σκοτάδι. Που είναι ανάµνηση στο γυµνό εκτεθειµένο σώµα. Που είναι µουσική µία άρια, ένα τραγούδι του Ζαµπέτα, ένα ντίσκο κοµµάτι. Που είναι παράθυρο και κοιτάς απέναντι. Που είναι πόρτα και κοιτάς δίπλα. Που µυρίζει προζύµι και είναι ζυµωτό ψωµί ή τσουρέκι βουτηγµένο στο κακάο ή κόλυβα ή ψωµί και κρασί και «λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώµα µου» και η Μαγδαληνή στην πιο απόλυτη ερωτική προσφορά να πλένει τα πόδια του Ιησού. Και που είναι θραύσµατα αναµνήσεων λουσµένα στο φως: γενέθλια, το πατρικό σπίτι, µία πολυθρόνα, ο «τόπος µου». Αλλά όχι µόνον αυτά τα βελούδινα. Κι άλλα κοφτερά σαν τη λάµα στον πάγο και τη συνειδητοποίηση της µαταιότητας, σαν το κρύο νερό στην πλάτη και την αµφισηµία της µητρικής αγάπης, σαν τη µοναξιά στα δωµάτια, σαν τα λόγια της Σάρα Κέιν ή του ∆ηµητριάδη ή του Κολτές… Κι όλα νερό. Παντού νερό. Απ τον αµνιακό σάκο µέχρι αυτό που κατρακυλά στη ραχοκοκαλιά σου. Να τη δείτε αυτή την παράσταση. Εγώ την είδα και το πρώτο µισάωρο αισθάνθηκα κάπως άβολα, κουµπωµένη στην αρχή, αµυντική στην αρχή..Μετά σ αυτόν τον καλειδοσκοπικό κόσµο το «µετά» ακόµα κι αν η διαδροµή είναι κοινή, είναι απολύτως προσωπικό…Αν λυθείς, αν βουτήξεις σ΄αυτά τα άγνωστα νερά; (Laschia ch’io pianga).

Υ.Γ. Εάν µια τέτοια παράσταση που αξιοποιεί τα «υλικά» του θέατρου για να µεταφέρει την εµπειρία του θεατή σε ένα άλλο επίπεδο δεν επιχορηγείται, τότε ο θεσµός των επιχορηγήσεων όπως λειτουργεί είναι βαθιά αποτυχηµένος. Που είναι.»